- οχυρωτική
- η фортификация (наука)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οχύρωση — Έργο ή συγκρότημα έργων, κατασκευασμένο για την υπεράσπιση μιας θέσης ή μιας περιοχής. Η υπεράσπιση αυτή μπορεί να επιτευχθεί με κατάλληλη εκμετάλλευση της ίδιας της μορφής του εδάφους καθώς και με διάφορες βελτιώσεις. Έτσι είναι δυνατό να… … Dictionary of Greek
τάφρος — Μακρουλό άνοιγμα μέσα στο έδαφος που δεν είναι σκεπασμένο. Οι τ. κατασκευάζονται για διάφορους σκοπούς και ανάλογα με τον προορισμό τους παίρνουν και το όνομά τους. τ. ερευνητικές. Πολλές φορές, μετά την πρώτη αναγνώριση και διαπίστωση ότι κάποια … Dictionary of Greek
οχυρωτικός — ή, ὁ (Α ὀχυρωτικός, ή, όν) [οχυρώ] αυτός που συντελεί ή χρησιμεύει στην οχύρωση, οχυρωματικός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η οχυρωτική στρ. η στρατιωτική τέχνη και επιστήμη που έχει ως αντικείμενο την οργάνωση και την εκτέλεση τών οχυρωματικών έργων … Dictionary of Greek
πλαγιοφύλαξη — η, Ν στρ. α) η φύλαξη, κατά τη διάρκεια μάχης, τών πλευρών τής μαχόμενης δύναμης, η οποία επιτυγχάνεται κυρίως με τη χρήση πυρός β) (στην οχυρωτική) η κατάλληλη χάραξη τών έργων, λ.χ. χαρακωμάτων, έτσι ώστε τα πυρά τών αμυνομένων να ελέγχουν τους … Dictionary of Greek
προσκρουστήρας — ο, Ν 1. κάθε όργανο ή αντικείμενο που χρησιμεύει για το σταμάτημα τής κίνησης άλλου αντικειμένου που προσκρούει πάνω σε αυτό 2. κομμάτι από σίδερο που υπερέχει λίγο από το έδαφος και στο οποίο προσκρούουν βαριά πορτόφυλλα για να αποφεύγεται έτσι… … Dictionary of Greek
Πιγκαφέτα — (Pigafetta). Επώνυμο 2 Ιταλών εξερευνητών. 1. Αντόνιο. (Βιτσέντσα π. το 1485 – ;). Πολύ λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και σε αρκετά νεαρή ηλικία αφιερώθηκε με πάθος στη ζωή της θάλασσας, ύστερα από σκληρή… … Dictionary of Greek
Πιερίας, νομός — Διοικητική διαίρεση της κεντρικής Μακεδονίας, αντίστοιχη περίπου προς την αρχαία Πιερία (ένα τμήμα της τελευταίας, ανατολικά του Αλιάκμονα, ανήκει στο νομό Ημαθίας). Στα Β ο νομός Π. συνορεύει με το νομό Ημαθίας, στα Δ με τους νομούς Ημαθίας και… … Dictionary of Greek
οχυρωτικός — οχυρωτικός, ή, ό και οχυρωματικός, ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στην οχύρωση θέσης, τόπου: Οχυρωματικά έργα. 2. ως ουσ., οχυρωτική, η κλάδος της στρατιωτικής τέχνης για την οργάνωση και εκτέλεση οχυρώσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)